Αλλού το μάγουλο κι αλλού το μαξιλάρι
στόμα μισάνοιχτο, υγρό.
Γυρνάει στον ύπνο της
πετάει το σεντόνι
κι ανεβάζει το φεγγάρι
στου κοιμισμένου της κορμιού τον θησαυρό.
Δεν έχω ύπνο ενώ γλυκό το αηδόνι
την ομορφιά της νιώθει και πονάει
ποια να ‘ναι η δίψα που μας σιγολειώνει
και διψασμένους κι άυπνους μας κρατάει;
Αηδόνι πες μου απ’ του δικού σου μπλουζ τα ύψη
πριν διαλυθείς εκεί στον φθόγγο τον οξύ
ποιες κερασιές του ουρανού
των δυο χειλιών της η πορφύρα
μου ‘χει κρύψει
σαν των γλουτών της το άσπρο μήλο πού αλλού;
Γυρνώ στο πλάι δειλά δήθεν στον ύπνο
το φως του αυχένα της να οσμιστώ
καβάλα η δυο στου Κένταυρου την ράχη εκεί·
νύχτα, νύχτα μαγική.
Αδωνάι!
Το μικρό μικρό βαπόρι
ξεκινάει
προς στην διεσταλμένη σου κόρη.
Αδωνάι!
Σκότωσέ με με τα μαλλιά σου.
Αδωνάι!
Λιώσε με με το στόμα σου
και πλέουνε πλάι.
Αδωνάι!
Μικρά γαλακτοφόρα ζώα
κι έρχονται σκόρπια κύματα
λέξεις σαν από τηλεβόα.
Λιώσε με με το στόμα σου
σκότωσέ με με τα μαλλιά σου
γόνατο ασημένιο αυγό
άγγελος το γονάτισμά σου.
Αδωνάι!
Με τα τα αισχρολογήματά σου.
Αδωνάι !
Με τα γλυκοφιλήματά σου
σαν τα οργανάκια πλάι πλάι
ενώ του Ορφέα το κεφάλι
μόνο του πλέει και τραγουδάει
βουβά στο διπλανό κανάλι.
Κάθιδρος με τα κύματα
δίχως αέρα ν’ ανασάνει
μες στα επιφωνήματα.
Έρχομαι έρχομαι, φτάνει φτάνει.
Με χτυπάει με χτυπάει
μες στα φτεροκοπήματά της,
τότε καρφώνομαι με μιας
στο τελευταίο τίναγμά της.
Κι όλα γλιστρούν πια, δίχως κουπιά
με το αεράκι στο πανί τους
δεν ξεχωρίζω αηδόνι πια
μόν’ της καρδούλας σου τους χτύπους.
|
Allu to mágulo ki allu to maksilári
stóma misánichto, igró.
Girnái ston ípno tis
petái to sentóni
ki anevázi to fengári
stu kimisménu tis kormiu ton thisavró.
Den écho ípno enó glikó to aidóni
tin omorfiá tis nióthi ke ponái
pia na ‘ne i dípsa pu mas sigolióni
ke dipsasménus ki áipnus mas kratái;
Aidóni pes mu ap’ tu diku su bluz ta ípsi
prin dialithis eki ston fthóngo ton oksí
pies kerasiés tu uranu
ton dio chilión tis i porfíra
mu ‘chi krípsi
san ton glutón tis to áspro mílo pu allu;
Girnó sto plái dilá díthen ston ípno
to fos tu afchéna tis na osmistó
kavála i dio stu Kéntavru tin ráchi eki·
níchta, níchta magikí.
Adonái!
To mikró mikró vapóri
ksekinái
pros stin diestalméni su kóri.
Adonái!
Skótosé me me ta malliá su.
Adonái!
Lióse me me to stóma su
ke pléune plái.
Adonái!
Mikrá galaktofóra zóa
ki érchonte skórpia kímata
léksis san apó tilevóa.
Lióse me me to stóma su
skótosé me me ta malliá su
gónato asiménio avgó
ángelos to gonátismá su.
Adonái!
Me ta ta eschrologímatá su.
Adonái !
Me ta glikofilímatá su
san ta organákia plái plái
enó tu Orféa to kefáli
móno tu pléi ke tragudái
vuvá sto diplanó kanáli.
Káthidros me ta kímata
díchos aéra n’ anasáni
mes sta epifonímata.
Έrchome érchome, ftáni ftáni.
Me chtipái me chtipái
mes sta fterokopímatá tis,
tóte karfónome me mias
sto telefteo tínagmá tis.
Ki óla glistrun pia, díchos kupiá
me to aeráki sto paní tus
den ksechorízo aidóni pia
món’ tis kardulas su tus chtípus.
|