Στους διαδρόμους της σκέψης μου όλα μπερδεύονται,
στις οθόνες μου πλέον δεν βλέπω κανένα,
οι αλήθειες κι οι νόμοι τους τώρα αντιστρέφονται,
είμαι μόνος μου πάλι κι ας έχω κοντά μου εσένα.
Ειν’ η νύχτα δικιά μου μα της είμαι αιχμάλωτος,
μου περνούν χειροπέδες τα σφιχτά της πλοκάμια,
να δοθώ στη μαγεία της θέλω, αδιάφορος
για ότι σέρνεται γύρω μου μέσα στην πόλη την άδεια.
Σαν γρανάζι που κάνει καλά τη δουλειά του,
στη μηχανή που δουλεύω τα πάντα είναι καλά κουρδισμένα,
δεν με παίρνει ο τόπος μα κι αυτοί που πίσω μου έρχονται
θα ‘ναι σίγουρα πιο βολικοί κι από μένα.
|
Stus diadrómus tis sképsis mu óla berdevonte,
stis othónes mu pléon den vlépo kanéna,
i alíthies ki i nómi tus tóra antistréfonte,
ime mónos mu páli ki as écho kontá mu eséna.
In’ i níchta dikiá mu ma tis ime echmálotos,
mu pernun chiropédes ta sfichtá tis plokámia,
na dothó sti magia tis thélo, adiáforos
gia óti sérnete giro mu mésa stin póli tin ádia.
San granázi pu káni kalá ti duliá tu,
sti michaní pu dulevo ta pánta ine kalá kurdisména,
den me perni o tópos ma ki afti pu píso mu érchonte
tha ‘ne sígura pio voliki ki apó ména.
|