Στου καιρού την ανεμελιά
ακροβάτες κάνουν μαγικά,
την αυγή σβήνουν τη φωτιά
και κινούν για ξένο τόπο βιαστικά.
Περπατούν πέρα απ’ το νοτιά
τα όνειρά τους δένουν με σκοινιά,
στο γιαλό φτιάχνουν σκηνικά
και αρχίζουν το παιχνίδι σαν παλιά.
Στα μέρη που γυρνούν δε θα βρουν
νερό να πιουν να γιατρευτούν.
Ποιος μάγεψε τις νύχτες τους,
ποιος τεντώνει το παλιό σκοινί;
Στου καιρού τη λιποθυμιά
θα αρπάξω μέρα τη φωτιά,
θα χαθώ στα λευκά πανιά
να στη φέρω φως μου να `χεις συντροφιά.
Στης μέρας τη σιωπή
στέκει τ’ όνειρο κι ισορροπεί
κι αν κοπεί νύχτα το σκοινί
θα το ράψω στης αγάπης την κλωστή.
Στα μέρη που γυρνάς δε θα βρεις
νερό να πιεις της λησμονιάς.
Ποιος σε πλάνεψε αστέρι μου,
ποιος θα φέρει απ’ την πηγή νερό;
Πες μου ποιος ξέρει το γιατί;
Ξαγρυπνάς τις νύχτες μοναχή,
στο γιαλό ρίχνεις μιαν ευχή
και προσεύχεσαι να βγει αληθινή.
Στο νερό του κρυφού γιαλού
ρίξε τη σταγόνα του λαδιού
να σου πει τ’ άγραφα του νου
που σου κλέψαν τη γαλήνη του ουρανού.
Στα μέρη που γυρνάς δε θα βρεις
νερό να πιεις της λησμονιάς.
Ποιος σε πλάνεψε αστέρι μου,
ποιος θα φέρει απ’ την πηγή νερό;
|
Stu keru tin anemeliá
akrovátes kánun magiká,
tin avgí svínun ti fotiá
ke kinun gia kséno tópo viastiká.
Perpatun péra ap’ to notiá
ta ónirá tus dénun me skiniá,
sto gialó ftiáchnun skiniká
ke archízun to pechnídi san paliá.
Sta méri pu girnun de tha vrun
neró na piun na giatreftun.
Pios mágepse tis níchtes tus,
pios tentóni to palió skiní;
Stu keru ti lipothimiá
tha arpákso méra ti fotiá,
tha chathó sta lefká paniá
na sti féro fos mu na `chis sintrofiá.
Stis méras ti siopí
stéki t’ óniro ki isorropi
ki an kopi níchta to skiní
tha to rápso stis agápis tin klostí.
Sta méri pu girnás de tha vris
neró na piis tis lismoniás.
Pios se plánepse astéri mu,
pios tha féri ap’ tin pigí neró;
Pes mu pios kséri to giatí;
Ksagripnás tis níchtes monachí,
sto gialó ríchnis mian efchí
ke prosefchese na vgi alithiní.
Sto neró tu krifu gialu
ríkse ti stagóna tu ladiu
na su pi t’ ágrafa tu nu
pu su klépsan ti galíni tu uranu.
Sta méri pu girnás de tha vris
neró na piis tis lismoniás.
Pios se plánepse astéri mu,
pios tha féri ap’ tin pigí neró;
|