Δε με φτάνουν τα φώτα του δρόμου
είμαι πλάι σου αμίλητος πια
σαν φαντάρος που στέκει επ’ ώμου.
Οι πολύχρωμες νότες σου φύγαν
δεν ξεχνώ τα μαβιά σου φιλιά
και τις όμορφες πόρτες που ανοίγαν.
Αλλάζεις το νιώθω αλλάζεις
μ’ αυτό που ποθούσα δε μοιάζεις.
Αλλάζεις, το βλέπω αλλάζεις,
ξεχνιέσαι ολοένα κι αδειάζεις.
Το τσιγάρο στα χέρια μου σβήνει
και οι ώρες που φεύγουν αργά
είναι κάτι σαν φως που μ’ αφήνει.
Ζωγραφίζω λοιπόν τ’ άρωμά σου
με στιχάκια με λόγια φτηνά
κι ένα ψέμα με δένει κοντά σου.
Αλλάζεις το νιώθω αλλάζεις
μ’ αυτό που ποθούσα δε μοιάζεις.
Αλλάζεις, το βλέπω αλλάζεις,
ξεχνιέσαι ολοένα κι αδειάζεις.
|
De me ftánun ta fóta tu drómu
ime plái su amílitos pia
san fantáros pu stéki ep’ ómu.
I políchromes nótes su fígan
den ksechnó ta maviá su filiá
ke tis ómorfes pórtes pu anigan.
Allázis to niótho allázis
m’ aftó pu pothusa de miázis.
Allázis, to vlépo allázis,
ksechniése oloéna ki adiázis.
To tsigáro sta chéria mu svíni
ke i óres pu fevgun argá
ine káti san fos pu m’ afíni.
Zografízo lipón t’ áromá su
me stichákia me lógia ftiná
ki éna pséma me déni kontá su.
Allázis to niótho allázis
m’ aftó pu pothusa de miázis.
Allázis, to vlépo allázis,
ksechniése oloéna ki adiázis.
|