Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πως κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
|
Sichná gia na perásune tin óra i naftiki
álbatros piánune, puliá megála tis thalássis,
pu akoluthune síntrofi, to plio, nocheliki,
kathós glistrái stu okeanu tis achanis ektásis.
Ke mólis sto katástroma tu karaviu vrethun
afti i rigádes t’ uranu, adéksii, ntropiasméni,
ta kurasména tus fterá sta plágia paratun
na sérnonte san ta kupiá pu i várka ta pigeni.
Pos kitete étsi o fterotós taksideftís dilós
t’ oreo pulí ti komikó ki adéksio pu apoméni
énas tus me tin pípa tu to rámfos tu chtipá
ki állos, cholenontas, to pos petuse parasteni.
Ίdios me tuto o Piitís t’ agérocho pulí
pu zi sti bóra ki apsifá to vélos tu thanátu,
san érthi eksóristos sti gi ke stin ochlovoí
mes’ sta gigántia tu fterá cháni ta vímatá tu.
|