Μαυροντυμένε αμαξά, μην τρέχεις το αμάξι,
είναι ωραία η ζωή κι ωραίο ν’ αγαπάς,
όσα, κι αν έχω, βάσανα, όσο κι αν έχω κλάψει,
για το πικρό το τέρμα σου, δεν βιάζομαι να πας.
Αμαξά μου, αμαξά μου,
έχω αγάπη στην καρδιά μου
και στο τέρμα το πικρό σου,
σύρε, τράβα μοναχός σου.
Αν χάσω την αγάπη μου, τότε θα σε ζητήσω,
να ζέψεις έξι άλογα, να τρέξεις, να βιαστείς,
μα τώρα, φύγε μόνος σου και άσε με να ζήσω,
για να χαρώ τις ομορφιές της άσχημης ζωής.
Αμαξά μου, αμαξά μου,
έχω αγάπη στην καρδιά μου
και στο τέρμα το πικρό σου,
σύρε, τράβα μοναχός σου.
|
Mavrontiméne amaksá, min tréchis to amáksi,
ine orea i zoí ki oreo n’ agapás,
ósa, ki an écho, vásana, óso ki an écho klápsi,
gia to pikró to térma su, den viázome na pas.
Amaksá mu, amaksá mu,
écho agápi stin kardiá mu
ke sto térma to pikró su,
síre, tráva monachós su.
An cháso tin agápi mu, tóte tha se zitíso,
na zépsis éksi áloga, na tréksis, na viastis,
ma tóra, fíge mónos su ke áse me na zíso,
gia na charó tis omorfiés tis áschimis zoís.
Amaksá mu, amaksá mu,
écho agápi stin kardiá mu
ke sto térma to pikró su,
síre, tráva monachós su.
|