Είναι βαρύ το δάκρυ, στης λησμονιάς την άκρη
μάτια μου μη φοβηθείς.
Παράδεισο να βρούμε, απόγευμα να πιούμε
άνθος μου μη μαραθείς.
Στα χέρια σου άπλωσες τα δικά μου
χάραμα εσύ άγγιξες τα φτερά μου
στο πουθενά αμέθυστος ο χρόνος
σαν προσευχή που ψυθιρίζεις μόνος.
Όλος ο κόσμος γίνε και στη φωτιά μου μείνε
άσημος και ποιητής.
Σ’ άστρο κρασί να φέρεις, τα μυστικά που ξέρεις
μάτια μου μην τ’ αρνηθείς.
Στα χέρια σου άπλωσες τα δικά μου
χάραμα εσύ άγγιξες τα φτερά μου
στο πουθενά αμέθυστος ο χρόνος
σαν προσευχή που ψυθιρίζεις μόνος
|
Ine varí to dákri, stis lismoniás tin ákri
mátia mu mi fovithis.
Parádiso na vrume, apógevma na piume
ánthos mu mi marathis.
Sta chéria su áploses ta diká mu
chárama esí ángikses ta fterá mu
sto puthená améthistos o chrónos
san prosefchí pu psithirízis mónos.
Όlos o kósmos gine ke sti fotiá mu mine
ásimos ke piitís.
S’ ástro krasí na féris, ta mistiká pu kséris
mátia mu min t’ arnithis.
Sta chéria su áploses ta diká mu
chárama esí ángikses ta fterá mu
sto puthená améthistos o chrónos
san prosefchí pu psithirízis mónos
|