Σαν λαβωμένο περιστέρι,
χωρίς φωλιά και δίχως ταίρι
σε κόσμο ζούσα σκοτεινό.
Κι άπλωσες μια νυχτιά το χέρι
κι ήρθε στο χέρι μου τ’ αστέρι
μ’ ένα σου βλέμμα φωτεινό.
Αν προδοθείς, μην κλαις αιώνια,
σαν αστραπές φεύγουν τα χρόνια,
βρες μιαν αγάπη πιο πιστή.
Ξαναγυρνούν τα χελιδόνια,
άλλη φωλιά χτίζουν στα κλώνια,
όταν η πρώτη γκρεμιστεί.
Ήρθε το γέλιο σου σαν βρύση
την ερημιά μου να ποτίσει,
να ξανανθίσει μια φορά.
Τα χείλη σου, γλυκό μεθύσι.
τις αναμνήσεις έχουν σβήσει,
τον πόνο κάνανε χαρά.
|
San lavoméno peristéri,
chorís foliá ke díchos teri
se kósmo zusa skotinó.
Ki áploses mia nichtiá to chéri
ki írthe sto chéri mu t’ astéri
m’ éna su vlémma fotinó.
An prodothis, min kles eónia,
san astrapés fevgun ta chrónia,
vres mian agápi pio pistí.
Ksanagirnun ta chelidónia,
álli foliá chtízun sta klónia,
ótan i próti gkremisti.
Ήrthe to gélio su san vrísi
tin erimiá mu na potísi,
na ksananthísi mia forá.
Ta chili su, glikó methísi.
tis anamnísis échun svísi,
ton póno kánane chará.
|