Βασίλεψε το βλέμμα της
και μέρα μεσημέρι
σκοτείνιασε το σύμπαντο
θόλωσε μια στιγμή.
Την πήρε ο ύπνος μακριά
στ’ όνειρο να τη φέρει
να μπει μες στο παλάτι του
πρίγκιπας να την δει.
Ονείρατα αλαργινά
την καρτερούν με γέλια
χορεύοντας στου ερχομού
την λουλουδένια αυλή.
Κορίτσια γλυκογέλαστα
ανθούς φορούν στα χέρια
και μ’ άρπες συνταιριάζονται,
μελωδική αυλή.
Όνειρα σεις γλυκόνειρα
σε σας ζητώ μια χάρη
τώρα που στην αγκάλη σας
η αγάπη μου θα ρθει.
Ένα από σας το πιο γλυκό
τον έρωτά μου ας πάρει
για να φανώ μες στο όνειρο
που η αγάπη μου θα δει.
|
Oasílepse to vlémma tis
ke méra mesiméri
skotiniase to síbanto
thólose mia stigmí.
Tin píre o ípnos makriá
st’ óniro na ti féri
na bi mes sto paláti tu
prígkipas na tin di.
Onirata alarginá
tin karterun me gélia
chorevontas stu erchomu
tin luludénia avlí.
Korítsia glikogélasta
anthus forun sta chéria
ke m’ árpes sinteriázonte,
melodikí avlí.
Όnira sis glikónira
se sas zitó mia chári
tóra pu stin agkáli sas
i agápi mu tha rthi.
Έna apó sas to pio glikó
ton érotá mu as pári
gia na fanó mes sto óniro
pu i agápi mu tha di.
|