Ανάσες βιαστικές, λοξές ματιές
σκιές που δραπετεύουν στο σκοτάδι
ξέρεις καλά για πού τραβούν,
τον ίδιο κύκλο ακολουθούν
γρανάζια ηλίθιας μηχανής,
θύματα κάποιας αμοιβής.
Ύπνος σφαγμένος στα μισά,
όνειρα βιαστικά, εφιαλτικά
κρύο σ’ ακολουθά το πρωινό
κάπου ξυπνάει ένα μωρό
και κλαίει στο δικό σου τον καημό.
Άθλιες μέρες και στενή ζωή,
πηγάδι ο χρόνος να σκεπάζει καθετί
ασήμαντο και καθημερινό,
φωνή που κόβεται στα δυο.
Στενά η ζωή σ’ ακολουθά,
το σήμερα ήταν χθες, δε σ’ αφορά
ούτε θα βρεις ποτέ σου διαφορά
στην όμορφή μας πόλη τα χαράματα.
|
Anáses viastikés, loksés matiés
skiés pu drapetevun sto skotádi
kséris kalá gia pu travun,
ton ídio kíklo akoluthun
granázia ilíthias michanís,
thímata kápias amivís.
Ύpnos sfagménos sta misá,
ónira viastiká, efialtiká
krío s’ akoluthá to prinó
kápu ksipnái éna moró
ke klei sto dikó su ton kaimó.
Άthlies méres ke stení zoí,
pigádi o chrónos na skepázi kathetí
asímanto ke kathimerinó,
foní pu kóvete sta dio.
Stená i zoí s’ akoluthá,
to símera ítan chthes, de s’ aforá
ute tha vris poté su diaforá
stin ómorfí mas póli ta charámata.
|