Βέροια, πόλη μαγική, του όνειρου πατρίδα,
δεν ξέρω αν σ’ ονειρεύτηκα ή αν στ’ αλήθεια σ’ είδα,
τρελή ανοικοδόμηση σε σκαλωσιές μπλεγμένο
τον αδερφό μου να τραγουδάει θυμάμαι και παθαίνω.
Είχα και μιαν αγάπη εκεί, δεν ξέρω αν με θυμάται,
στην αγκαλιά σου τη ζεστή η μάνα μου κοιμάται.
Βέροια, γέλιο του αδερφού, του φίλου μου εικόνα,
μες στα νερά που τρέχουνε φεύγει η ματιά μου ακόμα,
με πλήγωσες, σε ξέχασα κι όμως δε σε ορίζω,
πάντα μακριά σου έφευγα μα πάντα θα γυρίζω.
Έλα μαζί μου `πάνω εκεί να δεις αυτό το κτήμα
χωρίς να βλέπεις θάλασσα θ’ ακούς να σκάει το κύμα,
θ’ ακούς να σκάει το κύμα.
|
Oéria, póli magikí, tu óniru patrída,
den kséro an s’ onireftika í an st’ alíthia s’ ida,
trelí anikodómisi se skalosiés blegméno
ton aderfó mu na tragudái thimáme ke patheno.
Icha ke mian agápi eki, den kséro an me thimáte,
stin agkaliá su ti zestí i mána mu kimáte.
Oéria, gélio tu aderfu, tu fílu mu ikóna,
mes sta nerá pu tréchune fevgi i matiá mu akóma,
me plígoses, se kséchasa ki ómos de se orízo,
pánta makriá su éfevga ma pánta tha girízo.
Έla mazí mu `páno eki na dis aftó to ktíma
chorís na vlépis thálassa th’ akus na skái to kíma,
th’ akus na skái to kíma.
|