Ανήσυχες μέρες ταραγμένη νύχτα
βεγγαλικά στην παραλία κι αδιέξοδα
ζεστός καιρός τέλος του Μάη
κι ένα αεράκι να φυσάει.
Αστεία η λύπη να περνάει
κι όμως να σε νικάει.
Κόκκινα χείλη της φωτιάς
θυμάσαι εκείνη π’ αγαπάς
το πρόσωπό της σαν νερό
μες στο μυαλό σου το θολό.
Έχει αέρα απόψε, έχει αέρα
κι ακούω μια φωνή σαν τη δική σου
ανασαίνει η πόλη τη μορφή σου
γυρνάει μες στο μυαλό μου η θύμησή σου.
Που ‘ναι τα μάτια σου να δουν
αυτό το δειλινό
που ‘ναι τα χέρια σου
ν’ αγγίξουνε τον ουρανό.
|
Anísiches méres taragméni níchta
vengaliká stin paralía ki adiéksoda
zestós kerós télos tu Mái
ki éna aeráki na fisái.
Astia i lípi na pernái
ki ómos na se nikái.
Kókkina chili tis fotiás
thimáse ekini p’ agapás
to prósopó tis san neró
mes sto mialó su to tholó.
Έchi aéra apópse, échi aéra
ki akuo mia foní san ti dikí su
anaseni i póli ti morfí su
girnái mes sto mialó mu i thímisí su.
Pu ‘ne ta mátia su na dun
aftó to dilinó
pu ‘ne ta chéria su
n’ angiksune ton uranó.
|