Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό.Και η θύμηση της νιότης
σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σαν βάσανο, προς τ’ άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του, διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους
τα χέρια.Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
|
Ston kípo apópse mu mili mia néa melagcholía.
Oithízi kápia migdaliá to anthochamógeló tis
stu váltu to tholó neró.Ke i thímisi tis niótis
salevi tóso thliverá tin árrosti akakía…
Eksípnise mia kría pnoí mes sti spasméni séra,
ópu ta róda ine nekrá ke kása i káthe gástra.
To kiparíssi, atélioto san vásano, pros t’ ástra
sikóni ti mavríla tu, dipsóntas ton aéra.
Ke páne, pénthimi pobí les, tis dentrostichías
i piperiés ke sérnonte ta prásina malliá tus.
I dio latánies ípsosan mes stin apelpisiá tus
ta chéria.Ki ine o kípos mas kípos melagcholías.
|