Κάποτε μ’ ένα σου φιλί
αγκάλιαζα του ουρανού τ’ αστέρια
τώρα μ’ αφήνεις στη σιωπή
κι έχω στα μάτια μια βροχή
και αδειανά τα χέρια.
Τα χείλη σου έχουν αγκάθια
που κάθε μέρα με τρυπάνε
και πως ν’ αντέξω αυτόν τον πόνο
άνθρωπος είμαι και ματώνω.
Κάποτε μ’ ένα σου φιλί
μ’ ανέβαζες στου ουρανού τα ύψη
μα των ματιών σου η ενοχή
χάνεται τώρα στη σιωπή
και κάτι πάει να κρύψει.
|
Kápote m’ éna su filí
agkáliaza tu uranu t’ astéria
tóra m’ afínis sti siopí
ki écho sta mátia mia vrochí
ke adianá ta chéria.
Ta chili su échun agkáthia
pu káthe méra me tripáne
ke pos n’ antékso aftón ton póno
ánthropos ime ke matóno.
Kápote m’ éna su filí
m’ anévazes stu uranu ta ípsi
ma ton matión su i enochí
chánete tóra sti siopí
ke káti pái na krípsi.
|