Καθόσουν σκεφτικός
είχες κλειστό το φως,
στα χείλη ένα τσιγάρο.
Σαν πλοίο φορτηγό
που βγαίνει μ’ οδηγό
ένα σβησμένο φάρο.
Μια σκέψη σου κρυφή
σου αλλάζει τη μορφή
και μοιάζεις πια με ξένο.
Και χάνομαι κι εγώ
που χρόνια σ’ εξηγώ
και σε καταλαβαίνω.
Ήσουν άνθρωπος του κόσμου
όλη η γη δικό σου κτήμα,
όμως άνθρωπος δικός μου
δεν υπήρξες κι είναι κρίμα.
Ούτε μια στιγμή δικός μου.
Καθόσουν σκεφτικός
σου άναψα το φως
κι ας το `χα νιώσει ήδη.
Ετούτη σου η σιωπή
σχοινί που `χει κοπεί
και γίνεται ταξίδι.
Ήσουν άνθρωπος του κόσμου
όλη η γη δικό σου κτήμα,
όμως άνθρωπος δικός μου
δεν υπήρξες κι είναι κρίμα.
Ούτε μια στιγμή δικός μου.
|
Kathósun skeftikós
iches klistó to fos,
sta chili éna tsigáro.
San plio fortigó
pu vgeni m’ odigó
éna svisméno fáro.
Mia sképsi su krifí
su allázi ti morfí
ke miázis pia me kséno.
Ke chánome ki egó
pu chrónia s’ eksigó
ke se katalaveno.
Ήsun ánthropos tu kósmu
óli i gi dikó su ktíma,
ómos ánthropos dikós mu
den ipírkses ki ine kríma.
Oíte mia stigmí dikós mu.
Kathósun skeftikós
su ánapsa to fos
ki as to `cha niósi ídi.
Etuti su i siopí
schiní pu `chi kopi
ke ginete taksídi.
Ήsun ánthropos tu kósmu
óli i gi dikó su ktíma,
ómos ánthropos dikós mu
den ipírkses ki ine kríma.
Oíte mia stigmí dikós mu.
|