Έρχομαι απ’ της σιωπής
τα απόκοσμα τα μέρη
κι είδα την πνοή της Γης
να φιλιέται με τ’ αγέρι…
Φέρνω πέντε αναπνοές
απ’ την άγια ένωσή τους,
δυο απ’ αυτές για να με θες,
τρεις να καίγεσαι μαζί τους.
Πέρα απ’ τα όρια του νου μου,
στον απύθμενο γκρεμό,
το αόρατό σου δίχτυ
ρίξε μου για να πιαστώ.
Το φεγγάρι μίλαγε
όλη νύχτα για τη μέρα
και το φως τού φύλαγε
μία θέση στον αέρα.
Φέρνω πέντε λόγια του,
σώπα να σου τα ψιθυρίσω.
Στα κρυφά κατώγια του
τ’ άφαντα να μαρτυρήσω.
|
Έrchome ap’ tis siopís
ta apókosma ta méri
ki ida tin pnoí tis Gis
na filiéte me t’ agéri…
Férno pénte anapnoés
ap’ tin ágia énosí tus,
dio ap’ aftés gia na me thes,
tris na kegese mazí tus.
Péra ap’ ta ória tu nu mu,
ston apíthmeno gkremó,
to aórató su díchti
ríkse mu gia na piastó.
To fengári mílage
óli níchta gia ti méra
ke to fos tu fílage
mía thési ston aéra.
Férno pénte lógia tu,
sópa na su ta psithiríso.
Sta krifá katógia tu
t’ áfanta na martiríso.
|