Απ’ το παράθυρο κοιτώ
σαν το χαιβάνι σαν φυτό
που βλέπει έξω ένα ποτάμι
μα τους χωρίζει ένα τζάμι
Έξω βουβοί περαστικοί
κανείς δεν έχει τι να πει
κι εγώ στους γυάλινους τους θόλους
ο πιο αμίλητος απ’ όλους
Βρέχει στο τζάμι μου κι εγώ
πίνω τ’ αμίλητο νερό
την παγωμένη μου οθόνη
περνά η ζωή και τη θολώνει
Έξω αστράφτει και βροντά
ρωτώ κανείς δεν απαντά
βλέπουν στο τζάμι τη μορφή μου
μα δεν ακούνε τη φωνή μου
|
Ap’ to paráthiro kitó
san to cheváni san fitó
pu vlépi ékso éna potámi
ma tus chorízi éna tzámi
Έkso vuvi perastiki
kanis den échi ti na pi
ki egó stus giálinus tus thólus
o pio amílitos ap’ ólus
Oréchi sto tzámi mu ki egó
píno t’ amílito neró
tin pagoméni mu othóni
perná i zoí ke ti tholóni
Έkso astráfti ke vrontá
rotó kanis den apantá
vlépun sto tzámi ti morfí mu
ma den akune ti foní mu
|