Η πείνα της βροχής τρώει την ερημιά του δρόμου
το κορίτσι στη στάση φοβισμένο ανησυχεί
“Μη νοιάζεσαι, μικρή μου”, της λέει ο τύπος με το όπλο
“υπάρχει χώρος και για σένα: από `δω, από `δω, από ‘δω”.
Έχω μια αγάπη που φέρνει βροχή
ήσυχη βροχή μου, ζωή μου, να έρθεις κι εσύ.
Κι έχω κι ένα δάκρυ που τρέχει μαζί
ήσυχη βροχή μου, ζωή μου, να τρέξεις κι εσύ.
Φύλλα και μορφές ο αέρας στα στενά στροβιλίζει
αύριο τα λουλούδια θα γίνουν ξίφη
και με τρομάζουν εκείνα που ανέμελα μαδούσα.
Από ‘δω, από `δω, από `δω.
|
I pina tis vrochís trói tin erimiá tu drómu
to korítsi sti stási fovisméno anisichi
“Mi niázese, mikrí mu”, tis léi o típos me to óplo
“ipárchi chóros ke gia séna: apó `do, apó `do, apó ‘do”.
Έcho mia agápi pu férni vrochí
ísichi vrochí mu, zoí mu, na érthis ki esí.
Ki écho ki éna dákri pu tréchi mazí
ísichi vrochí mu, zoí mu, na tréksis ki esí.
Fílla ke morfés o aéras sta stená strovilízi
avrio ta luludia tha ginun ksífi
ke me tromázun ekina pu anémela madusa.
Apó ‘do, apó `do, apó `do.
|