Δάκρυ καυτό
που κύλισε και κρύφτηκε.
Για να παγώσει
σε μια απόμερη γωνιά.
Καημός παλιός
που ξύπνησε και ρίχτηκε.
Σαν τη βροχή
πάνω στο χώμα που γεννά.
Στο Βοτανικό,
κοντά στο σιδεράδικο
ένας μετανάστης τριγυρνά.
Γύρω από τη στέρνα μου
μου χτίσανε το άδικο.
Και τα χελιδόνια μου
χαθήκαν στα στενά.
Ράγιες παλιές
που σκούριασαν στην άσφαλτο.
Και δεν περνάει
πια το τρένο τ’ ουρανού.
Ευχές παλιές
μ’ ασήμι και μ’ αλάβαστρο
γίναν καρφιά
και μου καρφώσανε το νου
Στο Βοτανικό,
κοντά στο σιδεράδικο
ένας μετανάστης τριγυρνά.
Γύρω από τη στέρνα μου
μου χτίσανε το άδικο.
Και τα χελιδόνια μου
χαθήκαν στα στενά.
|
Dákri kaftó
pu kílise ke kríftike.
Gia na pagósi
se mia apómeri goniá.
Kaimós paliós
pu ksípnise ke ríchtike.
San ti vrochí
páno sto chóma pu genná.
Sto Ootanikó,
kontá sto siderádiko
énas metanástis trigirná.
Giro apó ti stérna mu
mu chtísane to ádiko.
Ke ta chelidónia mu
chathíkan sta stená.
Rágies paliés
pu skuriasan stin ásfalto.
Ke den pernái
pia to tréno t’ uranu.
Efchés paliés
m’ asími ke m’ alávastro
ginan karfiá
ke mu karfósane to nu
Sto Ootanikó,
kontá sto siderádiko
énas metanástis trigirná.
Giro apó ti stérna mu
mu chtísane to ádiko.
Ke ta chelidónia mu
chathíkan sta stená.
|