Ένα απόγευμα θλιμμένο σε θυμήθηκα,
όσα περάσαμε σκεφτόμουν και λυπήθηκα.
Με την ανάμνησή σου ζω και τυραννιέμαι
μα πίστεψέ με: σ’ αγαπώ, δε σε αρνιέμαι.
Λυπάμαι γιατί δεν μπορώ ν’ αντέξω στο χωρισμό
και κάθε απόγευμα θλιμμένο σε θυμάμαι.
Με παίρνουνε τα δάκρυα, οι καημοί και τα παράπονα
και νιώθω τη ζωή μου να τελειώνει.*
Κάθε απόγευμα που έρχεται και φεύγει
μου παίρνει λίγο λίγο τη ζωή,
τους χτύπους της καρδιάς μου λιγοστεύει
και αισθάνομαι πως πια δεν ζω πολύ.**
Λυπάμαι γιατί δεν μπορώ ν’ αντέξω στο χωρισμό
και κάθε απόγευμα θλιμμένο με σκοτώνει.
Με παίρνουν τα παράπονα και έρχονται βράδια άπονα
που νιώθω τη ζωή μου να τελειώνει.
και αισθάνομαι να σβήνει η ψυχή.
|
Έna apógevma thlimméno se thimíthika,
ósa perásame skeftómun ke lipíthika.
Me tin anámnisí su zo ke tiranniéme
ma pístepsé me: s’ agapó, de se arniéme.
Lipáme giatí den boró n’ antékso sto chorismó
ke káthe apógevma thlimméno se thimáme.
Me pernune ta dákria, i kaimi ke ta parápona
ke niótho ti zoí mu na telióni.*
Káthe apógevma pu érchete ke fevgi
mu perni lígo lígo ti zoí,
tus chtípus tis kardiás mu ligostevi
ke esthánome pos pia den zo polí.**
Lipáme giatí den boró n’ antékso sto chorismó
ke káthe apógevma thlimméno me skotóni.
Me pernun ta parápona ke érchonte vrádia ápona
pu niótho ti zoí mu na telióni.
ke esthánome na svíni i psichí.
|