Ο δρόμος μας τυφλός, της πιάτσας παραπαίδι.
Τα όνειρα υπόσχεση ρουφιάνου θυρωρού.
Στα τάστα της κιθάρας οργή που περισσεύει
Σα φόνος που σχεδιάστηκε στη σκέψη ενός μώρου.
Ό,τι φτιάχνω κι ό,τι χάλασα,
βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα.
Τα λόγια χαρτζιλίκι από μισθό της πείνας
που ωμά καταναλώθηκε χωρίς ανταμοιβή.
Τα μάτια σου προάστιο χαμένο της Αθήνας
που κυνηγά τη φήμη του σε ό,τι κι αν συμβεί.
Ό,τι φτιάχνω κι ό,τι χάλασα,
βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα.
Η δύναμη που ξέπεσε και έγινε κατάρα.
Η φήμη που απλώθηκε και έγινε λοιμός.
Η πίκρα πως κατάγεται απ’ τη δική μας φάρα
μας έπεισε και έγινε αφέντης τιμωρός.
Ό,τι φτιάχνω κι ό,τι χάλασα,
βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα
|
O drómos mas tiflós, tis piátsas parapedi.
Ta ónira ipóschesi rufiánu thiroru.
Sta tásta tis kitháras orgí pu perissevi
Sa fónos pu schediástike sti sképsi enós móru.
Ό,ti ftiáchno ki ó,ti chálasa,
vutiá apó psilá se molivénia thálassa.
Ta lógia chartzilíki apó misthó tis pinas
pu omá katanalóthike chorís antamiví.
Ta mátia su proástio chaméno tis Athínas
pu kinigá ti fími tu se ó,ti ki an simvi.
Ό,ti ftiáchno ki ó,ti chálasa,
vutiá apó psilá se molivénia thálassa.
I dínami pu ksépese ke égine katára.
I fími pu aplóthike ke égine limós.
I píkra pos katágete ap’ ti dikí mas fára
mas épise ke égine aféntis timorós.
Ό,ti ftiáchno ki ó,ti chálasa,
vutiá apó psilá se molivénia thálassa
|