Αναρωτιέμαι μάτια μου, που πήγε τόσο πάθος;
εκείνα που πιστέψαμε κοιμούνται και λιμνάζουν.
Την ώρα που χορεύαμε, θα έγινε το λάθος
και τα όνειρα που κάναμε γελάνε και σαρκάζουν.
Στον απολογισμό μας σπάσαν κάτι χρόνια,
τι κρίμα ήταν γυάλινα, δεν ήτανε αιώνια.
Ξανά απ’ την αρχή τα λάθη μου τα είδα,
γίνεται η δύση ανατολή, χαράζει μια ελπίδα.
Αναρωτιέμαι μάτια μου, τι έφταιξε στο τέλος;
με Κύκλωπες τα βάλαμε, θεούς και λεστριγόνες.
Στη φτέρνα πως μας πέτυχε το άτιμο το βέλος
και λεηλατήσαν τις ψυχές απατηλοί αγώνες;
Στον απολογισμό μας σπάσαν κάτι χρόνια,
τι κρίμα ήταν γυάλινα, δεν ήτανε αιώνια.
Ξανά απ’ την αρχή τα λάθη μου τα είδα,
γίνεται η δύση ανατολή, χαράζει μια ελπίδα
|
Anarotiéme mátia mu, pu píge tóso páthos;
ekina pu pistépsame kimunte ke limnázun.
Tin óra pu chorevame, tha égine to láthos
ke ta ónira pu káname geláne ke sarkázun.
Ston apologismó mas spásan káti chrónia,
ti kríma ítan giálina, den ítane eónia.
Ksaná ap’ tin archí ta láthi mu ta ida,
ginete i dísi anatolí, charázi mia elpída.
Anarotiéme mátia mu, ti éftekse sto télos;
me Kíklopes ta válame, theus ke lestrigónes.
Sti ftérna pos mas pétiche to átimo to vélos
ke leilatísan tis psichés apatili agónes;
Ston apologismó mas spásan káti chrónia,
ti kríma ítan giálina, den ítane eónia.
Ksaná ap’ tin archí ta láthi mu ta ida,
ginete i dísi anatolí, charázi mia elpída
|