Κλείνω,
πόρτες, παράθυρα το τηλέφωνο μου
απόψε με έπιασε το παράπονο μου
γιατί πονάω και εσύ δεν είσαι εδώ.
Σβήνω,
μες το τασάκι το πρώτο μου τσιγάρο
εγώ που είπα ποτέ μου δεν θα πάρω
καπνίζω, πίνω και θέλω να σε δω
Και είναι τα βράδια κομμάτια, μου λείπεις,
σε άλλα χέρια και μάτια, ανήκεις
ο χωρισμός ο αλήτης με καίει
να μου περάσει ο πόνος δεν λέει
και είναι τα βράδια κομμάτια, μου λείπεις.
Παίρνω,
στην αγκαλιά μου παλιές φωτογραφίες
φέρνω στο νου μου γλυκές μας ιστορίες
τότε που όλα τα κάναμε μαζί.
Γέρνω,
προς την μεριά σου στο άδειο το κρεβάτι
και σε γυρεύω μεσάνυχτα και κάτι
με μια καρδιά που την άφησες μισή.
Και είναι τα βράδια κομμάτια, μου λείπεις,
σε άλλα χέρια και μάτια, ανήκεις
ο χωρισμός ο αλήτης με καίει
να μου περάσει ο πόνος δεν λέει
|
Klino,
pórtes, paráthira to tiléfono mu
apópse me épiase to parápono mu
giatí ponáo ke esí den ise edó.
Svíno,
mes to tasáki to próto mu tsigáro
egó pu ipa poté mu den tha páro
kapnízo, píno ke thélo na se do
Ke ine ta vrádia kommátia, mu lipis,
se álla chéria ke mátia, aníkis
o chorismós o alítis me kei
na mu perási o pónos den léi
ke ine ta vrádia kommátia, mu lipis.
Perno,
stin agkaliá mu paliés fotografíes
férno sto nu mu glikés mas istoríes
tóte pu óla ta káname mazí.
Gerno,
pros tin meriá su sto ádio to kreváti
ke se girevo mesánichta ke káti
me mia kardiá pu tin áfises misí.
Ke ine ta vrádia kommátia, mu lipis,
se álla chéria ke mátia, aníkis
o chorismós o alítis me kei
na mu perási o pónos den léi
|