Βραδιά Πρωτοχρονιάς
μες στην οδό Αθηνάς
ξεκίνησε παιχνίδια.
Πουλώντας με ζαριές
τις σκοτεινές χαρές
και μαγικά ταξίδια.
Φορούσε μια στολή
που λες κι ήταν γυαλί
σε λασπωμένο χιόνι,
σαν αγαπητικός
πουλώντας διαρκώς
το γιατρικό, το αφιόνι.
Του ρίξαν καρφωτή
μα στον ανακριτή
αρνήθηκε τα πάντα.
Και μόνο μια ψυχή
μες στην απαντοχή
θρηνεί για την κατάντια.
Γυρνάει στο χωριό
και μοιάζει με θεριό
που ζει μες στη μιζέρια,
γι’ αυτό ξαναγυρνά
στα ύποπτα στενά
και στα παλιά λημέρια.
Τα φέρνει ο πειρασμός
κι ένας εκβιασμός
τον γύρισε καπάκι
κι η νέα του εκδοχή
του άνοιξε εποχή
να του μιλούν οι δράκοι.
Βραδιά Πρωτοχρονιάς
ματώνει πάντα ο χιονιάς.
|
Oradiá Protochroniás
mes stin odó Athinás
ksekínise pechnídia.
Pulóntas me zariés
tis skotinés charés
ke magiká taksídia.
Foruse mia stolí
pu les ki ítan gialí
se laspoméno chióni,
san agapitikós
pulóntas diarkós
to giatrikó, to afióni.
Tu ríksan karfotí
ma ston anakrití
arníthike ta pánta.
Ke móno mia psichí
mes stin apantochí
thrini gia tin katántia.
Girnái sto chorió
ke miázi me therió
pu zi mes sti mizéria,
gi’ aftó ksanagirná
sta ípopta stená
ke sta paliá liméria.
Ta férni o pirasmós
ki énas ekviasmós
ton girise kapáki
ki i néa tu ekdochí
tu ánikse epochí
na tu milun i dráki.
Oradiá Protochroniás
matóni pánta o chioniás.
|