Απόψε που μαλώσαμε
και φεύγεις και σε χάνω,
κατάλαβα την τρέλα μου
και το κακό που κάνω.
Προτού χαθεί το βήμα σου
στα μαύρα μονοπάτια,
αχ, γύρισε και κοίταξε
δυο δακρυσμένα μάτια.
Απόψε που μαλώσαμε
και θα μ’ εγκαταλείψεις,
το νου μου πνίγει ένας καπνός
και την καρδιά μου οι τύψεις.
Προτού να πέσει ο κεραυνός
στου ονείρου τα παλάτια,
αχ, γύρισε και κοίταξε
δυο δακρυσμένα μάτια.
|
Apópse pu malósame
ke fevgis ke se cháno,
katálava tin tréla mu
ke to kakó pu káno.
Protu chathi to víma su
sta mavra monopátia,
ach, girise ke kitakse
dio dakrisména mátia.
Apópse pu malósame
ke tha m’ egkatalipsis,
to nu mu pnígi énas kapnós
ke tin kardiá mu i típsis.
Protu na pési o keravnós
stu oniru ta palátia,
ach, girise ke kitakse
dio dakrisména mátia.
|