Άκουσες της νύχτας τη φωνή
βγήκαν οι σκιές μέσα απ’ τα δάση
Πέρασ’ ο καιρός κι έχεις ξεχάσει
πώς να ψιθυρίζεις στη σιωπή
Μάτι κόκκινο απ’ την αγρύπνια
έχασες στου χρόνου τη ζαριά
Μάγισσες σου πήραν τη μιλιά
σου χαρίσαν’ άχρηστα ενύπνια
Κράτησε ασάλευτο το νου
σαν σειρήνα σε καλεί μια σμέρνα
δέσου στο κατάρτι σου και πέρνα
απ’ τις συμπληγάδες του βυθού
Λύσε του Αιόλου τους ασκούς
και το χέρι πάτα στη σκανδάλη
SOS σε αδειανό μπουκάλι
στείλε στης ζωής τους ναυαγούς
Ψάξε μονοπάτι απάτητο
απ’ τα βλέφαρα διώξε τον ύπνο
Φίλα τους προδότες σου στο δείπνο
xάραξε πορεία για το άρρητο
|
Άkuses tis níchtas ti foní
vgíkan i skiés mésa ap’ ta dási
Péras’ o kerós ki échis ksechási
pós na psithirízis sti siopí
Máti kókkino ap’ tin agrípnia
échases stu chrónu ti zariá
Mágisses su píran ti miliá
su charísan’ áchrista enípnia
Krátise asálefto to nu
san sirína se kali mia smérna
désu sto katárti su ke pérna
ap’ tis sibligádes tu vithu
Líse tu Eólu tus askus
ke to chéri páta sti skandáli
SOS se adianó bukáli
stile stis zoís tus nafagus
Psákse monopáti apátito
ap’ ta vléfara diókse ton ípno
Fíla tus prodótes su sto dipno
xárakse poria gia to árrito
|