Δε θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις
θα ‘μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις
Μετά θα φεύγω πάλι να μ’ επιθυμείς
Δε θα κρατήσω μαύρη τσάντα στο γραφείο
ένα φτερό γυπαετού θα έχω λοφίο
στη λεγεώνα της πιο ένδοξης τιμής
Άρτεμις θεά των κοριτσιών
φόβιζε με μ’ ασημένιο τόξο
απ’ τις ψευτονίκες των ανδρών
και από τη θλίψη που ‘χουν να ‘μαι απ έξω
Δε σ’ έχω δίπλα για να έχω να ζηλεύω
Πέτα τα πέπλα σου στα δάση που χορεύω
να σε λατρέψω όλη νύχτα σαν φρουρός
Με τις δερμάτινες τις βρώμικες μου μπότες
έσπασα μέσα μου και είδωλα και πόρτες
να σ’ αγκαλιάσω σαν το χώμα καθαρός
Άρτεμις θεά των κοριτσιών
φόβιζε με μ’ ασημένιο τόξο
απ’ τις ψευτονίκες των ανδρών
και από τη θλίψη που ‘χουν να ‘μαι απ έξω
|
De tha se válo egó poté na magirépsis
tha ‘me kontá su monachá san me girépsis
Metá tha fevgo páli na m’ epithimis
De tha kratíso mavri tsánta sto grafio
éna fteró gipaetu tha écho lofío
sti legeóna tis pio éndoksis timís
Άrtemis theá ton koritsión
fóvize me m’ asiménio tókso
ap’ tis pseftoníkes ton andrón
ke apó ti thlípsi pu ‘chun na ‘me ap ékso
De s’ écho dípla gia na écho na zilevo
Péta ta pépla su sta dási pu chorevo
na se latrépso óli níchta san frurós
Me tis dermátines tis vrómikes mu bótes
éspasa mésa mu ke idola ke pórtes
na s’ agkaliáso san to chóma katharós
Άrtemis theá ton koritsión
fóvize me m’ asiménio tókso
ap’ tis pseftoníkes ton andrón
ke apó ti thlípsi pu ‘chun na ‘me ap ékso
|