Ξαναρθα χαράματα για να σε συναντήσω
της γούνας μου τα ράμματα είπα να αφήσω πίσω
φταίω, το ξέρω, έσφαλα
τη νύχτα που είπα αντίο
μα νόμιζα πως φλέρταρες τον μπάρμαν τον αχρείο
Άσε με να μπω
μέρες τώρα στην πόρτα σου λιώνω
δυο κουβέντες να σου πω
άνοιξέ μου, είμαι απ’ έξω, κρυώνω
Αρρώστια η ζήλεια γίνεται
παραφορά και πάθος
και κάθε της ξημέρωμα με οδηγεί στο λάθος
όσοι ζηλεύουν, μάτια μου, να ξέρεις αγαπάνε
κι όσοι αγαπάνε, μάτια μου, στο βάθος σε πονάνε
|
Ksanartha charámata gia na se sinantíso
tis gunas mu ta rámmata ipa na afíso píso
fteo, to kséro, ésfala
ti níchta pu ipa antío
ma nómiza pos flértares ton bárman ton achrio
Άse me na bo
méres tóra stin pórta su lióno
dio kuvéntes na su po
ániksé mu, ime ap’ ékso, krióno
Arróstia i zília ginete
paraforá ke páthos
ke káthe tis ksiméroma me odigi sto láthos
ósi zilevun, mátia mu, na kséris agapáne
ki ósi agapáne, mátia mu, sto váthos se ponáne
|