Tρεις νταβατζήδες τσαμπουκάδες και φλώροι,
ένα τσούρμο ξεφτίλας και τρόμου,
μου τη στήνουν τα βράδια σαν γυρνάω στο σπίτι,
αρουραίοι παιδιά του διαβόλου.
Ο ένας ζητάει να τα πάρει επί τόπου,
ο άλλος ζητάει νταηλίκι,
ο τρίτος κουστούμι και γραβάτα του κώλου
κι εγώ ένας μεθυσμένος, ξενύχτης
Γυρνάω πίσω στην κοιλιά της μάνας μου
σαν πληγωμένο πια αγρίμι μονάχο
και στον ομφάλιό μου λώρο καλύτερα
να κρεμαστώ παρά μ’ αυτούς να υπάρχω.
Τους ξεφεύγω με λύσσα έχω μάθει τα κόλπα
και τους κλείνω στη μούρη την πόρτα,
στον αθώο μου ύπνο ξεπροβάλουνε τώρα
και ζητάνε τα ίδια όπως πρώτα.
Ο ένας ζητάει να τα πάρει επί τόπου,
ο άλλος ζητάει νταηλίκι,
ο τρίτος κουστούμι και γραβάτα του κώλου
κι εγώ ένας μεθυσμένος, ξενύχτης.
Γυρνάω πίσω στην κοιλιά της μάνας μου
σαν πληγωμένο πια αγρίμι μονάχο
και στον ομφάλιό μου λώρο καλύτερα
να κρεμαστώ παρά μ’ αυτούς να υπάρχω.
|
Tris ntavatzídes tsabukádes ke flóri,
éna tsurmo kseftílas ke trómu,
mu ti stínun ta vrádia san girnáo sto spíti,
arurei pediá tu diavólu.
O énas zitái na ta pári epí tópu,
o állos zitái ntailíki,
o trítos kustumi ke graváta tu kólu
ki egó énas methisménos, kseníchtis
Girnáo píso stin kiliá tis mánas mu
san pligoméno pia agrími monácho
ke ston omfálió mu lóro kalítera
na kremastó pará m’ aftus na ipárcho.
Tus ksefevgo me líssa écho máthi ta kólpa
ke tus klino sti muri tin pórta,
ston athóo mu ípno kseproválune tóra
ke zitáne ta ídia ópos próta.
O énas zitái na ta pári epí tópu,
o állos zitái ntailíki,
o trítos kustumi ke graváta tu kólu
ki egó énas methisménos, kseníchtis.
Girnáo píso stin kiliá tis mánas mu
san pligoméno pia agrími monácho
ke ston omfálió mu lóro kalítera
na kremastó pará m’ aftus na ipárcho.
|