Νεράιδα τ’ ονείρου μου με προκαλεί,
σε μια απόδραση νυχτερινή.
Στους γαλαξίες πλέει πετάει
όλα ακαθόριστα πού θα με πάει.
Με σώμα πέτρινο πώς να σε φτάσω
περίμενε με να μη σε χάσω.
Πιάνω το πέπλο σου κι όλο ανεβαίνω
χάνω το βάρος μου κι όλο αλαφραίνω.
Ακροβατώ σαν ηλιαχτίδα,
μα σε φοβάμαι σαν Ατλαντίδα.
Ίδιος πρωτόπλαστος στον κόσμο του ονείρου,
κόβω δυο άστρα απ’ το δέντρο του απείρου.
Ξάφνου στο χέρι μου μένει το πέπλο,
στο χάος χάθηκες και αμέσως πέφτω.
Η τιμωρία του παραβάτη
πτώση ελεύθερη σ’ άδειο κρεβάτι.
Σεντόνι το πέπλο δυο άστρα σβησμένα,
σφίγγω στο χέρι μου
ένα για σένα και ένα για μένα.
Σ’ αναζητώ σαν ηλιαχτίδα,
έτσι που μοιάζω σαν Ατλαντίδα
Σ’ αναζητώ σαν ηλιαχτίδα,
έτσι που έγινα η Ατλαντίδα.
|
Neráida t’ oniru mu me prokali,
se mia apódrasi nichteriní.
Stus galaksíes pléi petái
óla akathórista pu tha me pái.
Me sóma pétrino pós na se ftáso
perímene me na mi se cháso.
Piáno to péplo su ki ólo aneveno
cháno to város mu ki ólo alafreno.
Akrovató san iliachtída,
ma se fováme san Atlantída.
Ίdios protóplastos ston kósmo tu oniru,
kóvo dio ástra ap’ to déntro tu apiru.
Ksáfnu sto chéri mu méni to péplo,
sto cháos cháthikes ke amésos péfto.
I timoría tu paraváti
ptósi eleftheri s’ ádio kreváti.
Sentóni to péplo dio ástra svisména,
sfíngo sto chéri mu
éna gia séna ke éna gia ména.
S’ anazitó san iliachtída,
étsi pu miázo san Atlantída
S’ anazitó san iliachtída,
étsi pu égina i Atlantída.
|