Αχ, τι θα γίνω
που με βρήκε συμφορά,
μια μικρή δακτυλογράφος
μου ‘χει πάρει το μυαλό μου.
Είναι κουκλίτσα,
έχει μια γλυκιά ματιά,
πολλά με κάνει να ποθώ,
πω-πω-πω, θα τρελαθώ
απ’ τον καημό μου.
Δακτυλογράφει, όλο σκέρτσο κι όλο νάζι
κι η δόλια η καρδιά στενάζει.
Κι όταν τ’ αστέρια της παιδιά με αντικρίζουν,
πω-πω-πω, τι συμφορά, την καημένη μου καρδιά πώς την ξεσκίζουν.
Αχ, αυτή η ματιά σου θα με λιώσει
μ’ έκαψε της νιότης σου η φωτιά,
με σαγηνεύεις, αχ, πώς μαγεύεις
τη δόλια μου καρδιά.
Είσ’ η πιο όμορφη δακτυλογράφος,
δεν μπορώ, μικρή μου, να στο ειπώ,
στην αγκαλιά μου, πάρ’ την καρδιά μου,
κούκλα μου, σ’ αγαπώ.
|
Ach, ti tha gino
pu me vríke simforá,
mia mikrí daktilográfos
mu ‘chi pári to mialó mu.
Ine kuklítsa,
échi mia glikiá matiá,
pollá me káni na pothó,
po-po-po, tha trelathó
ap’ ton kaimó mu.
Daktilográfi, ólo skértso ki ólo názi
ki i dólia i kardiá stenázi.
Ki ótan t’ astéria tis pediá me antikrízun,
po-po-po, ti simforá, tin kaiméni mu kardiá pós tin kseskízun.
Ach, aftí i matiá su tha me liósi
m’ ékapse tis niótis su i fotiá,
me saginevis, ach, pós magevis
ti dólia mu kardiá.
Is’ i pio ómorfi daktilográfos,
den boró, mikrí mu, na sto ipó,
stin agkaliá mu, pár’ tin kardiá mu,
kukla mu, s’ agapó.
|