Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
|
Aftá ta déntra de volevonte me ligótero uranó,
aftés i pétres de volevonte kátu ap’ ta kséna vímata,
aftá ta prósopa de volevonte pará móno ston ílio,
aftés i kardiés de volevonte pará móno sto díkio.
Etuto to topío ine skliró san ti siopí,
sfíngi ston kórfo tu ta piroména tu lithária,
sfíngi sto fos tis orfanés eliés tu ke t’ abélia tu.
Den ipárchi neró. Monácha fos.
O drómos chánete sto fos
ki o ískios tis mántras ine sídero.
|