Αυτόν τον ουρανό
με τα γαλάζια μάτια
τον κάνανε κομμάτια
Χριστέ μου πως πονώ.
Και τούτη την καρδιά
των λύκων το λεφούσι
τη σκέπασε με πούσι
Χριστέ μου πώς πονώ!
Πώς να σου γράψω την ζωή μου
με πίκρες και με βογκητά;
Πώς να διαβάσω την ψυχή μου
σε συρματόσχοινα μπροστά;
Τις νύχτες π’ αγρυπνώ
και δένω την πληγή μου
γυρεύω τη φωνή μου
που ήταν σπαθί γυμνό.
Κι αρχίζω τις κραυγές
και γδέρνετ’ ο λαιμός μου
και τρέχει ο καημός μου
φαρμάκι απ’ τις πληγές
|
Aftón ton uranó
me ta galázia mátia
ton kánane kommátia
Christé mu pos ponó.
Ke tuti tin kardiá
ton líkon to lefusi
ti sképase me pusi
Christé mu pós ponó!
Pós na su grápso tin zoí mu
me píkres ke me vogkitá;
Pós na diaváso tin psichí mu
se sirmatóschina brostá;
Tis níchtes p’ agripnó
ke déno tin pligí mu
girevo ti foní mu
pu ítan spathí gimnó.
Ki archízo tis kravgés
ke gdérnet’ o lemós mu
ke tréchi o kaimós mu
farmáki ap’ tis pligés
|