Σηκώθηκε και χόρεψε ζεϊμπέκικο στακάτο
και έκοψε τις ανάσες τους των πάνω και των κάτω.
Με δυο στροφές που έφερε, τη γη είχε μετρήσει
και στα σπαθιά τα χέρια του, αγγέλοι είχαν καθίσει.
Αυτός ο άντρας να ’τανε δικός μου,
θα ’ταν ο Μεγαλέξανδρός μου,
ήρωας, μύθος και Θεός μου,
η λεβεντιά αυτού του κόσμου.
Αυτός ο άντρας να ’τανε δικός μου.
Μοσχοβολάει παλικαριά το σάλτο του τ’ αντρίκειο,
μοιάζει Θεός που θύμωσε με του φτωχού το δίκιο.
Χτυπάει τη γη κατάστηθα μέχρι που να ματώσει
κι όσα του πήρε η ζωή, πίσω να του τα δώσει
|
Sikóthike ke chórepse zeibékiko stakáto
ke ékopse tis anáses tus ton páno ke ton káto.
Me dio strofés pu éfere, ti gi iche metrísi
ke sta spathiá ta chéria tu, angéli ichan kathísi.
Aftós o ántras na ’tane dikós mu,
tha ’tan o Megaléksandrós mu,
íroas, míthos ke Theós mu,
i leventiá aftu tu kósmu.
Aftós o ántras na ’tane dikós mu.
Moschovolái palikariá to sálto tu t’ antríkio,
miázi Theós pu thímose me tu ftochu to díkio.
Chtipái ti gi katástitha méchri pu na matósi
ki ósa tu píre i zoí, píso na tu ta dósi
|