Κι αυτός ο ήλιος που δε λέει μαλακώσει
έχει σταθεί πάνω απ’ την πόλη και την καίει,
ώρες ακίνητος έχει σκαλώσει,
φωτιά ο αέρας μας, κανείς δεν αναπνέει.
Κι αυτή η μέρα που δε λέει να τελειώσει,
να τη ξεχάσουμε, να πάμε παρακάτω,
πέτρα ασήκωτη έχει ριζώσει,
κόβει στα δύο το νερό, το κάνει βάλτο.
Θα περάσει μα θα ‘ρθει η ίδια αρχή
θα μιλάνε για μια εποχή μεγάλη.
Ένας με έναν, στο τέλος, θα σωθεί.
Εσύ εμένα και τον κόσμο όλοι οι άλλοι.
Κι αυτή η ελπίδα να μην λέει πια να πεθάνει,
γριά γυναίκα που μας δίνει την ευχή της,
όλα τα λόγια της ένα ντουμάνι
να μας μαζεύει σαν ζητιάνους στην αυλή της.
|
Ki aftós o ílios pu de léi malakósi
échi stathi páno ap’ tin póli ke tin kei,
óres akínitos échi skalósi,
fotiá o aéras mas, kanis den anapnéi.
Ki aftí i méra pu de léi na teliósi,
na ti ksechásume, na páme parakáto,
pétra asíkoti échi rizósi,
kóvi sta dío to neró, to káni válto.
Tha perási ma tha ‘rthi i ídia archí
tha miláne gia mia epochí megáli.
Έnas me énan, sto télos, tha sothi.
Esí eména ke ton kósmo óli i álli.
Ki aftí i elpída na min léi pia na petháni,
griá gineka pu mas díni tin efchí tis,
óla ta lógia tis éna ntumáni
na mas mazevi san zitiánus stin avlí tis.
|