Είσαι εκείνος που μπορεί αγάπη να μου δώσει,
ώριμος άντρας και παιδί, μια φλόγα δηλαδή.
Κι όμως ποτέ δεν έχεις δει τι μ’ έχει αναστατώσει,
ποτέ δεν έχεις νιώσει τι μου συμβαίνει, τι.
Αχ, και να γινόμουν η αγάπη σου, αχ
αχ, και να κοιμόμουν στο κρεβάτι σου, αχ,
να `μουνα εκείνη που στα χέρια σου κρατάς,
αχ, και να μου λες πως μ’ αγαπάς.
Είσ’ ένα πάθος δυνατό, κι όμως δεν το `χεις μάθει,
πρόβλημα καθημερινό που μοναχή μου ζω,
σκέψη που καίει το μυαλό, μες στην καρδιά μου αγκάθι,
απ’ τα ωραία λάθη που αξίζει ν’ αγαπώ.
|
Ise ekinos pu bori agápi na mu dósi,
órimos ántras ke pedí, mia flóga diladí.
Ki ómos poté den échis di ti m’ échi anastatósi,
poté den échis niósi ti mu simveni, ti.
Ach, ke na ginómun i agápi su, ach
ach, ke na kimómun sto kreváti su, ach,
na `muna ekini pu sta chéria su kratás,
ach, ke na mu les pos m’ agapás.
Is’ éna páthos dinató, ki ómos den to `chis máthi,
próvlima kathimerinó pu monachí mu zo,
sképsi pu kei to mialó, mes stin kardiá mu agkáthi,
ap’ ta orea láthi pu aksízi n’ agapó.
|