Οι τσαχπίνικες ματιές σου μοδιστράκι
με κρεμάσαν στο λαιμό σου χαϊμαλί,
το φρου φρου του φουστανιού και το γοβάκι,
μου ραΐσαν την καρδιά μου σαν γυαλί.
Αχ! μοδιστρούλα μου ναζιάρα και σκερτσόζα
με τη βελόνα την καρδιά μου πώς τρυπάς,
όταν περνάς από μπροστά μου όλο πόζα
το τακουνάκι σου με χάρη το χτυπάς.
Το τικ τακ της μηχανής σαν την καρδιά μου
σου το λέει μ’ έχεις κάνει παλαβό
και περνάω ξαγρυπνώντας τη βραδιά μου
με παράπονο το δρόμο μου τραβώ.
|
I tsachpínikes matiés su modistráki
me kremásan sto lemó su chaimalí,
to fru fru tu fustaniu ke to gováki,
mu raΐsan tin kardiá mu san gialí.
Ach! modistrula mu naziára ke skertsóza
me ti velóna tin kardiá mu pós tripás,
ótan pernás apó brostá mu ólo póza
to takunáki su me chári to chtipás.
To tik tak tis michanís san tin kardiá mu
su to léi m’ échis káni palavó
ke pernáo ksagripnóntas ti vradiá mu
me parápono to drómo mu travó.
|