Εγώ που μ’ είχες προσκεφάλι στα όνειρά σου
και στους λυγμούς σου αγκαλιά για να κρυφτείς
ποτέ δε χώρεσα στα χέρια τα δικά σου
δε με νοιαστήκαν, ούτε εσύ, ούτε κανείς
Αχ πίκρα, πικραμένη μου
καρδούλα αδικημένη μου
είσαι απ’ τις άτυχες καρδιές
που τις ξεχνάνε στις χαρές
Στην ευτυχία σου εγώ δε βρήκα θέση
εγώ που μ’ είχες καταφύγιο στο βοριά
μα δεν πειράζει κάνε όπως σ’ αρέσει
συνήθισαν τα μάτια μου το δάκρυ πια
|
Egó pu m’ iches proskefáli sta ónirá su
ke stus ligmus su agkaliá gia na kriftis
poté de chóresa sta chéria ta diká su
de me niastíkan, ute esí, ute kanis
Ach píkra, pikraméni mu
kardula adikiméni mu
ise ap’ tis átiches kardiés
pu tis ksechnáne stis charés
Stin eftichía su egó de vríka thési
egó pu m’ iches katafígio sto voriá
ma den pirázi káne ópos s’ arési
siníthisan ta mátia mu to dákri pia
|