Στη θάλασσα έπαιζα με κουβαδάκια και με δάχτυλα,
δες ουρανέ τι κάστρα σου έταξα και στα ‘στειλα.
Κι ήτανε γύρω μου όλα τα αγαπημένα βλέμματα,
κρατάει για πάντα λες η ασφάλεια στα ψέματα.
Δεν είχ’ αγκάθια εγώ, μετά τ’ απέκτησα
έτσι όπως πέφταν πάνω μου τα κύμματα.
Έτσι όπως πέφτανε τα κύμματα,
μέσα που έκλεισα του “σ’ αγαπώ” τα ρήματα.
Κι όλα τ’ αγκάθια μου πως θες να σπάσω τώρα μάτια μου
που ένα ένα τα μεγάλωσα κατάμονη κι έγιναν σώμα μου.
Κι έγιναν κάστρο μου και πέτρα μου
να κρύβω στα αιχμηρά μου δάχτυλα το δέρμα μου.
|
Sti thálassa épeza me kuvadákia ke me dáchtila,
des urané ti kástra su étaksa ke sta ‘stila.
Ki ítane giro mu óla ta agapiména vlémmata,
kratái gia pánta les i asfália sta psémata.
Den ich’ agkáthia egó, metá t’ apéktisa
étsi ópos péftan páno mu ta kímmata.
Έtsi ópos péftane ta kímmata,
mésa pu éklisa tu “s’ agapó” ta rímata.
Ki óla t’ agkáthia mu pos thes na spáso tóra mátia mu
pu éna éna ta megálosa katámoni ki éginan sóma mu.
Ki éginan kástro mu ke pétra mu
na krívo sta echmirá mu dáchtila to dérma mu.
|