Αν σε κούρασα να φύγεις
κι όπου θέλεις πια να πας,
μην νομίζεις πως με θίγεις
αν τυχόν δεν μ’ αγαπάς.
Δε με ξέρεις, δε με είδες,
από αύριο να λες,
ζήσε όλες τις σελίδες,
τις κακές και τις καλές,
δεν με ξέρεις, δε με είδες,
από αύριο να λες.
Έλα, σφίξε μου το χέρι
και μην κλάψεις αν πονώ,
πες πως ήμουνα ένα αστέρι
που ‘σβησε στον ουρανό.
Δε με ξέρεις, δε με είδες,
από αύριο να λες,
ζήσε όλες τις σελίδες,
τις κακές και τις καλές,
δεν με ξέρεις, δε με είδες,
από αύριο να λες.
|
An se kurasa na fígis
ki ópu thélis pia na pas,
min nomízis pos me thígis
an tichón den m’ agapás.
De me kséris, de me ides,
apó avrio na les,
zíse óles tis selídes,
tis kakés ke tis kalés,
den me kséris, de me ides,
apó avrio na les.
Έla, sfíkse mu to chéri
ke min klápsis an ponó,
pes pos ímuna éna astéri
pu ‘svise ston uranó.
De me kséris, de me ides,
apó avrio na les,
zíse óles tis selídes,
tis kakés ke tis kalés,
den me kséris, de me ides,
apó avrio na les.
|