Οι νύχτες που δεν έζησες
φιγούρες σε χαρτόνι
ζαρώσανε, παγώσανε
και θάφτηκαν στο χιόνι.
Κι η μοναξιά της Κυριακής
σε βασανίζει ακόμη,
καημός που δε μοιράστηκε
για πάντα σε πληγώνει.
Θλιμμένοι ναύτες στη σειρά
σαν του Τσαρούχη ζωγραφιά
να περιμένουνε μπροστά στα καφενεία
για μια τυχαία συντροφιά
που θα τους πάρει μακριά
απ’ την παλιά ξεθωριασμένη πολιτεία.
Βασανισμένη Κυριακή
κι εσύ να ψάχνεις στη σιωπή
μιαν άλλη ευκαιρία.
Να σε τρομάζει η βροχή
να σου παγώνει την ψυχή
σαν να ‘ναι αμαρτία.
Σελίδες που δεν έγραψες
ολόκληρη η ζωή σου,
φοβήθηκες, προδόθηκες
κι έμεινες στη σιωπή σου.
Τα λόγια που δεν άκουσες
κλείστηκαν στην ψυχή σου,
ριζώσανε, ανθίσανε
και πέθαναν μαζί σου.
|
I níchtes pu den ézises
figures se chartóni
zarósane, pagósane
ke tháftikan sto chióni.
Ki i monaksiá tis Kiriakís
se vasanízi akómi,
kaimós pu de mirástike
gia pánta se pligóni.
Thlimméni naftes sti sirá
san tu Tsaruchi zografiá
na periménune brostá sta kafenia
gia mia tichea sintrofiá
pu tha tus pári makriá
ap’ tin paliá ksethoriasméni politia.
Oasanisméni Kiriakí
ki esí na psáchnis sti siopí
mian álli efkería.
Na se tromázi i vrochí
na su pagóni tin psichí
san na ‘ne amartía.
Selídes pu den égrapses
olókliri i zoí su,
fovíthikes, prodóthikes
ki émines sti siopí su.
Ta lógia pu den ákuses
klistikan stin psichí su,
rizósane, anthísane
ke péthanan mazí su.
|