Με τα δόντια να κρατάει το θυμό του
απ’ τα μάτια του να κρέμονται τα χρόνια.
Ήρθαν δύσκολοι καιροί μες στο μυαλό του
σε μια κίνηση έχασε όλα του τα πιόνια.
Η Βασίλισσα στα μαύρα πλησιάζει,
του γελάει με τα χείλη της κομμάτια.
Ένα ψέμα ανοίγει και τον αγκαλιάζει
Και του δίνει δυο φιλιά στα δυο του μάτια
Τον φυσάει και σκορπάει το άρωμά του,
τον χαϊδεύει και τα χρώματά του σβήνει.
Τον τρυπάει με την γλώσσα στην καρδιά του
Κι όλες του τις αναμνήσεις του τις πίνει
Μαύρος έρωτας τον παίδευε όλη νύχτα,
ότι ξόδεψε τα μάζεψε αιώνες.
Το πρωί μια ευχή κρατούσε μες στα νύχια,
να μην έρθουν οι επόμενοι χειμώνες.
|
Me ta dóntia na kratái to thimó tu
ap’ ta mátia tu na krémonte ta chrónia.
Ήrthan dískoli keri mes sto mialó tu
se mia kínisi échase óla tu ta piónia.
I Oasílissa sta mavra plisiázi,
tu gelái me ta chili tis kommátia.
Έna pséma anigi ke ton agkaliázi
Ke tu díni dio filiá sta dio tu mátia
Ton fisái ke skorpái to áromá tu,
ton chaidevi ke ta chrómatá tu svíni.
Ton tripái me tin glóssa stin kardiá tu
Ki óles tu tis anamnísis tu tis píni
Mavros érotas ton pedeve óli níchta,
óti ksódepse ta mázepse eónes.
To pri mia efchí kratuse mes sta níchia,
na min érthun i epómeni chimónes.
|