Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει
κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά,
εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη
κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.
“Αυτή η άνοιξη καθόλου δε μ’ αγγίζει”
μου λεγες πέρσι τέτοιο βράδυ σκεφτική
ύστερα άρχισε η ματιά σου να ραγίζει
και σαν τρελός σε κυνηγούσα στη βροχή.
Στη Λεωφόρο σε ζητώ και στη Βικτώρια
κι από το στέκι μας περνάω το παλιό,
ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια,
ξέρω καλά πως θα σαλτάρω αν δε σε βρω.
Σ’ ένα μπαράκι με προκάει ενας πιωμένος,
μου λέει πως ψάχνει από κάπου να πιαστεί
κι εγώ ξεκάρφωτος μαζί και καρφωμένος
του λέω με στυλ, πως είναι όμορφη η ζωή.
Μια πεταλούδα στη γωνιά χαμογελάει,
κερνάει τσιγάρο μα πουλάει τη φωτιά.
Ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει,
μα εγώ την ψάχνω απ’ τα δεκαεννιά.
Τώρα γυρίζω σε μια στέπα χιονισμένη,
ένας ροζ πάνθηρας που τρέμει και πεινά.
Ένα σου γέλιο με χτυπάει και μ’ ανασταίνει
κι όλα τα δίνω για να σμίξουμε ξανά.
Κάνει μια ψύχρα που τρυπάει και αρρωσταίνει,
έξω η νύχτα με τραβάει απ’ τα μαλλιά.
Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη,
κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.
Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει.
|
Káni mia psíchra apópse pu me arrosteni
ki écho chathi stis politias ta stená,
esí kimáse se mia thálassa afrisméni
ki egó vuliázo káthe níchta sti steriá.
“Aftí i ániksi kathólu de m’ angizi”
mu leges pérsi tétio vrádi skeftikí
ístera árchise i matiá su na ragizi
ke san trelós se kinigusa sti vrochí.
Sti Leofóro se zitó ke sti Iktória
ki apó to stéki mas pernáo to palió,
kséris kalá pos pia den écho perithória,
kséro kalá pos tha saltáro an de se vro.
S’ éna baráki me prokái enas pioménos,
mu léi pos psáchni apó kápu na piasti
ki egó ksekárfotos mazí ke karfoménos
tu léo me stil, pos ine ómorfi i zoí.
Mia petaluda sti goniá chamogelái,
kernái tsigáro ma pulái ti fotiá.
O astifílakas taftótita zitái,
ma egó tin psáchno ap’ ta dekaenniá.
Tóra girízo se mia stépa chionisméni,
énas roz pánthiras pu trémi ke piná.
Έna su gélio me chtipái ke m’ anasteni
ki óla ta díno gia na smíksume ksaná.
Káni mia psíchra pu tripái ke arrosteni,
ékso i níchta me travái ap’ ta malliá.
Esí kimáse se mia thálassa afrisméni,
ki egó vuliázo káthe níchta sti steriá.
Káni mia psíchra apópse pu me arrosteni.
|