Μια παλιά μοίρα μ’ ανεβάζει
στα φτερά κάτι ολόλευκων πουλιών
κι από ψηλά στο κενό μ’ αδειάζει
στις σπηλιές των κατάμαυρων βυθών.
Μια υπέροχη βουτιά στα λημέρια μου τα σκοτεινά
στα δικά μου τα νερά, στης αβύσσου μου τη σιγουριά.
Στην αγκαλιά σου μπορώ σαν μωρό να γείρω και να κοιμηθώ.
Δε μιλώ και δεν ανασαίνω
στο βυθό σαν το βότσαλο χτυπώ
ποιος ξέρει αν σωθώ.
Μια υπέροχη βουτιά στα λημέρια μου τα σκοτεινά
στα δικά μου τα νερά, στης αβύσσου μου τη σιγουριά.
Στην αγκαλιά σου μπορώ σαν μωρό να γείρω και να κοιμηθώ
μόνο εκεί ίσως βρω τη φόρα μου ν’ αναδυθώ.
|
Mia paliá mira m’ anevázi
sta fterá káti olólefkon pulión
ki apó psilá sto kenó m’ adiázi
stis spiliés ton katámavron vithón.
Mia ipérochi vutiá sta liméria mu ta skotiná
sta diká mu ta nerá, stis avíssu mu ti siguriá.
Stin agkaliá su boró san moró na giro ke na kimithó.
De miló ke den anaseno
sto vithó san to vótsalo chtipó
pios kséri an sothó.
Mia ipérochi vutiá sta liméria mu ta skotiná
sta diká mu ta nerá, stis avíssu mu ti siguriá.
Stin agkaliá su boró san moró na giro ke na kimithó
móno eki ísos vro ti fóra mu n’ anadithó.
|