Βρεγμένος ως το κόκκαλο μεσάνυχτα στους δρόμους,
φαρμακωμένος κι άυπνος απ’ τους δικούς σου νόμους,
απ’ τους δικούς σου νόμους.
Το παγωμένο μου κορμί
μες στον καημό και τη βροχή έχει λυγίσει.
Κι ώσπου να φτάσει το πρωί
η προδομένη μου καρδιά κι αυτή θα σταματήσει.
Βρεγμένος ως το κόκκαλο και ξένος στην καρδιά σου.
Λες και με ξέχασε ο Θεός ψάχνω τα βήματά σου,
ψάχνω τα βήματά σου.
Το παγωμένο μου κορμί
μες στον καημό και τη βροχή έχει λυγίσει.
Κι ώσπου να φτάσει το πρωί
η προδομένη μου καρδιά κι αυτή θα σταματήσει.
|
Oregménos os to kókkalo mesánichta stus drómus,
farmakoménos ki áipnos ap’ tus dikus su nómus,
ap’ tus dikus su nómus.
To pagoméno mu kormí
mes ston kaimó ke ti vrochí échi ligisi.
Ki óspu na ftási to pri
i prodoméni mu kardiá ki aftí tha stamatísi.
Oregménos os to kókkalo ke ksénos stin kardiá su.
Les ke me kséchase o Theós psáchno ta vímatá su,
psáchno ta vímatá su.
To pagoméno mu kormí
mes ston kaimó ke ti vrochí échi ligisi.
Ki óspu na ftási to pri
i prodoméni mu kardiá ki aftí tha stamatísi.
|