Βρέχει κι είμαι τα φώτα που κοιτάς
αφηρημένα, πίσω από το τζάμι
βάρος που στο λαιμό φοράς
όταν βουτάς, σε λογισμών ποτάμι
Βρέχει κι είμαι ο περαστικός
που βιαστικά από δίπλα σου περνάει
στον ώμο του να κλαίει ο ουρανός
και αυτός κλειστή ομπρέλα να κρατάει
Βρέχει και πέφτω γύρω σου παντού
μα δεν περνώ από τα ρούχα στην καρδιά σου
γίνομαι σύννεφο σε μια γωνιά ουρανού
να μην κρύβω τον ήλιο απ’ τη ματιά σου
Βρέχει, σταγόνα γίνομαι μικρή
που αγγίζει απαλά το πρόσωπό σου
λίγο προτού παγιδευτεί, σε μια ρωγμή,
στην άκρη των χειλιών σου
Βρέχει και πέφτω γύρω σου παντού
μα δεν περνώ από τα ρούχα στην καρδιά σου
γίνομαι σύννεφο σε μια γωνιά ουρανού
να μην κρύβω τον ήλιο απ’ τη ματιά σου
|
Oréchi ki ime ta fóta pu kitás
afiriména, píso apó to tzámi
város pu sto lemó forás
ótan vutás, se logismón potámi
Oréchi ki ime o perastikós
pu viastiká apó dípla su pernái
ston ómo tu na klei o uranós
ke aftós klistí obréla na kratái
Oréchi ke péfto giro su pantu
ma den pernó apó ta rucha stin kardiá su
ginome sínnefo se mia goniá uranu
na min krívo ton ílio ap’ ti matiá su
Oréchi, stagóna ginome mikrí
pu angizi apalá to prósopó su
lígo protu pagidefti, se mia rogmí,
stin ákri ton chilión su
Oréchi ke péfto giro su pantu
ma den pernó apó ta rucha stin kardiá su
ginome sínnefo se mia goniá uranu
na min krívo ton ílio ap’ ti matiá su
|