Βρέχει πάλι απόψε στα σπιτάκια τα φτωχά
κι όμως στη δική σου τη γωνιά είναι ζεστά,
έχεις λησμονήσει την αγάπη την παλιά,
βρέχει πάλι απόψε στη μικρή τη γειτονιά.
Κάποιος περνάει απ’ το σπίτι σου μπροστά
στέκει και κλαίει στη γωνιά
έχει στο στήθος τής αγάπης τη φωτιά
στα χείλη του τη παγωνιά.
Έλαμπες σαν άστρο στη μικρή σου την αυλή
κι ήσουν για τ’ αγόρια μια ολόγλυκια πληγή,
τώρα το σκοτάδι πέφτει αργά στη γειτονιά
έχεις λησμονήσει την αγάπη την παλιά.
Κάποιος περνάει απ’ το σπίτι σου μπροστά
στέκει και κλαίει στη γωνιά
έχει στο στήθος τής αγάπης τη φωτιά
στα χείλη του τη παγωνιά. (Χ2)
|
Oréchi páli apópse sta spitákia ta ftochá
ki ómos sti dikí su ti goniá ine zestá,
échis lismonísi tin agápi tin paliá,
vréchi páli apópse sti mikrí ti gitoniá.
Kápios pernái ap’ to spíti su brostá
stéki ke klei sti goniá
échi sto stíthos tís agápis ti fotiá
sta chili tu ti pagoniá.
Έlabes san ástro sti mikrí su tin avlí
ki ísun gia t’ agória mia ológlikia pligí,
tóra to skotádi péfti argá sti gitoniá
échis lismonísi tin agápi tin paliá.
Kápios pernái ap’ to spíti su brostá
stéki ke klei sti goniá
échi sto stíthos tís agápis ti fotiá
sta chili tu ti pagoniá. (Ch2)
|