Ήταν κάποτε δυο φίλοι στο μικρό μας το νησί
δυόσμος με το καρυοφύλλι, τσάμπουρο με το κρασί.
Βγαίνανε μαζί σεργιάνι πριν αλλάξουν οι καιροί
και στην εκκλησιά του Αϊ Γιάννη άναβαν μαζί κερί.
Έλαμπε το καλοκαίρι, ήμουνα κι εγώ παιδί,
τέτοιο αγαπημένο ταίρι στη ζωή δεν είχα δει.
Τους εκοίταζαν οι γλάροι τους εκοίταζα κι εγώ,
σαν θαλασσινό φεγγάρι πάνω από την Αμοργό.
Κάποτε έφερε τ’ αγέρι μια γοργόνα από τη Τζια
τρυφερή σαν περιστέρι, λυγερή σαν νερατζιά.
Με τα φωτεινά της μάτια στο γιαλό κάθε βραδιά
έκανε εκατό κομμάτια τη φτωχή τους την καρδιά.
Είχε ο κόσμος πια μαυρίσει κι από κείνο τον καιρό
έγινε η ψυχή τους βρύση με φαρμακερό νερό.
Πήρε ο ένας το μαχαίρι, πήρε ο άλλος το σπαθί
και τ’ αγαπημένο ταίρι το `χε η μοίρα να χαθεί.
|
Ήtan kápote dio fíli sto mikró mas to nisí
diósmos me to kariofílli, tsáburo me to krasí.
Ogenane mazí sergiáni prin alláksun i keri
ke stin ekklisiá tu Ai Giánni ánavan mazí kerí.
Έlabe to kalokeri, ímuna ki egó pedí,
tétio agapiméno teri sti zoí den icha di.
Tus ekitazan i glári tus ekitaza ki egó,
san thalassinó fengári páno apó tin Amorgó.
Kápote éfere t’ agéri mia gorgóna apó ti Tzia
triferí san peristéri, ligerí san neratziá.
Me ta fotiná tis mátia sto gialó káthe vradiá
ékane ekató kommátia ti ftochí tus tin kardiá.
Iche o kósmos pia mavrísi ki apó kino ton keró
égine i psichí tus vrísi me farmakeró neró.
Píre o énas to macheri, píre o állos to spathí
ke t’ agapiméno teri to `che i mira na chathi.
|