Δε θ’ αφήσω το σκοτάδι
να κλείσει τα μάτια σου.
Δε θ’ αφήσω τη λύπη
να σκεπάσει την καρδιά σου.
Αγαπώ τ’ ακρογιάλια σου,
το μάγκα τον ήλιο σου πολύ.
Τα λαμπρά τα σινιάλα σου
σε γλώσσα που λάξεψαν Θεοί.
Το φως σου το ανήμερο
ανάβει στο σώμα μου γιορτή,
ρίζα μου εσύ ακριβή.
Δε θ’ αφήσω το σκοτάδι
να κλείσει τα μάτια σου.
Δε θ’ αφήσω τη λύπη
να σκεπάσει την καρδιά σου.
Σ’αγαπώ που σκορπίζεσαι,
που χάνεις τα λόγια στη σκηνή.
Όμως δεν απελπίζεσαι,
καινούριο υφαίνεις πανί.
Στο πέλαγο ανοίγεσαι
εκεί που η Ιθάκη καρτερεί,
ρίζα μου εσύ ακριβή.
Και το θάνατο κάνεις καλά
με τραγούδια και γλέντια χρυσά, χρυσά.
Δε θ’ αφήσω το σκοτάδι
να κλείσει τα μάτια σου.
Δε θ’ αφήσω τη λύπη
να σκεπάσει την καρδιά σου
|
De th’ afíso to skotádi
na klisi ta mátia su.
De th’ afíso ti lípi
na skepási tin kardiá su.
Agapó t’ akrogiália su,
to mágka ton ílio su polí.
Ta labrá ta siniála su
se glóssa pu láksepsan Thei.
To fos su to anímero
anávi sto sóma mu giortí,
ríza mu esí akriví.
De th’ afíso to skotádi
na klisi ta mátia su.
De th’ afíso ti lípi
na skepási tin kardiá su.
S’agapó pu skorpízese,
pu chánis ta lógia sti skiní.
Όmos den apelpízese,
kenurio ifenis paní.
Sto pélago anigese
eki pu i Itháki karteri,
ríza mu esí akriví.
Ke to thánato kánis kalá
me tragudia ke gléntia chrisá, chrisá.
De th’ afíso to skotádi
na klisi ta mátia su.
De th’ afíso ti lípi
na skepási tin kardiá su
|