Εγώ δε ζούσα μακριά σου ούτε ώρα,
ήμουν για σένα καταφύγιο στην μπόρα.
Κι εσύ μου έδειξες γκρεμό και κατηφόρα,
μου χαμογέλασες και φώναξες “προχώρα”.
Κι εγώ τυφλά σαν τη σκιά σ’ ακολουθούσα
και την αλήθεια ν’ αντικρίσω δεν μπορούσα.
Ούτε που μίλαγα γιατί σε αγαπούσα
και ρούχο πάνω μου το ψέμα σου φορούσα.
Δε σε πιστεύω, άλλο πια δε σε πιστεύω,
τον εαυτό μου ξεγελώ και κοροϊδεύω.
Απ’ τα συντρίμμια τα κομμάτια μου μαζεύω
και να ξεφύγω από σένανε παλεύω.
Απ’ τα συντρίμμια τα κομμάτια μου μαζεύω,
δε σε πιστεύω άλλο πια, δε σε πιστεύω.
Εγώ που έπινα νερό στο όνομά σου
ούτε γι’ αστείο θέλω πια την αγκαλιά σου,
να με χτυπάς και να με βρίζεις κάθε μέρα,
να με πετάς σαν το σκουπίδι στον αέρα.
Εγώ το σπίτι μου αρνήθηκα κοντά σου
να πιω τον έρωτα, η τρελή, μες στα φιλιά σου.
Κι οι αναμνήσεις μου που έχω από σένα:
δυο μαύροι κύκλοι και δυο μάτια δακρυσμένα.
Δε σε πιστεύω, άλλο πια δε σε πιστεύω,
τον εαυτό μου ξεγελώ και κοροϊδεύω.
Απ’ τα συντρίμμια τα κομμάτια μου μαζεύω
και να ξεφύγω από σένανε παλεύω.
Απ’ τα συντρίμμια τα κομμάτια μου μαζεύω,
δε σε πιστεύω άλλο πια, δε σε πιστεύω.
|
Egó de zusa makriá su ute óra,
ímun gia séna katafígio stin bóra.
Ki esí mu édikses gkremó ke katifóra,
mu chamogélases ke fónakses “prochóra”.
Ki egó tiflá san ti skiá s’ akoluthusa
ke tin alíthia n’ antikríso den borusa.
Oíte pu mílaga giatí se agapusa
ke rucho páno mu to pséma su forusa.
De se pistevo, állo pia de se pistevo,
ton eaftó mu ksegeló ke koroidevo.
Ap’ ta sintrímmia ta kommátia mu mazevo
ke na ksefígo apó sénane palevo.
Ap’ ta sintrímmia ta kommátia mu mazevo,
de se pistevo állo pia, de se pistevo.
Egó pu épina neró sto ónomá su
ute gi’ astio thélo pia tin agkaliá su,
na me chtipás ke na me vrízis káthe méra,
na me petás san to skupídi ston aéra.
Egó to spíti mu arníthika kontá su
na pio ton érota, i trelí, mes sta filiá su.
Ki i anamnísis mu pu écho apó séna:
dio mavri kíkli ke dio mátia dakrisména.
De se pistevo, állo pia de se pistevo,
ton eaftó mu ksegeló ke koroidevo.
Ap’ ta sintrímmia ta kommátia mu mazevo
ke na ksefígo apó sénane palevo.
Ap’ ta sintrímmia ta kommátia mu mazevo,
de se pistevo állo pia, de se pistevo.
|